- πακτόν
- πᾱκτόν , πηκτόςstuck inmasc acc sg (doric)πᾱκτόν , πηκτόςstuck inneut nom/voc/acc sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάκτον — pactum neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάκτα — πάκτον pactum neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάκτοις — πάκτον pactum neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάκτου — πάκτον pactum neut gen sg πακτόω fasten pres imperat act 2nd sg πακτόω fasten imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάκτων — πάκτον pactum neut gen pl πάκτων light boat masc nom/voc sg πακτόω fasten imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πακτόω fasten imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάκτῳ — πάκτον pactum neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάκτο — το (ΑΜ πάκτον) 1. (ιδίως στο Βυζάντιο) σύμβαση, συνθήκη, συμβόλαιο («ἄρουραι, ἃς ἔχεις ἐπὶ πάκτῳ παρὰ τοῡ δεῑνα», Πάπ.) 2. συμφωνία για τη χρήση ακινήτου αντί ποσού χρημάτων που καταβάλλονται σε τακτά χρονικά διαστήματα, μίσθωση («διδόναι τῷ… … Dictionary of Greek
πακτεύω — (Α) [πάκτον] έρχομαι σε συμφωνία, συμφωνώ … Dictionary of Greek
πακτονάριος — πακτονάριος, ὁ (Α) [πάκτον] αξιωματούχος … Dictionary of Greek
πηκτός — ή, ό / πηκτός, ή, όν, ΝΜΑ, και πηχτός Ν και δωρ. τ. πακτός, Α αυτός που έχει πήξει, που έχει στερεοποιηθεί, ο πηγμένος (α. «πηχτό αίμα» β. «πηκτοῡ γάλακτος», Ευρ. γ. «πακτοῑο ἐκ κηρῶ», Θεόκρ.) νεοελλ. 1. πυκνὁρρευστος, παχύρρευστος (α. «πηχτή… … Dictionary of Greek